- αντιμιλώ
- αντιμιλάω / αντιμιλώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), αντιμίλησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αντιμιλώ — (Μ ἀντιμιλῶ, έω) 1. φέρνω αντίρρηση, αντιλέγω 2. μιλώ άπρεπα, αυθαδιάζω … Dictionary of Greek
αντιμιλώ — μίλησα, απαντώ σε κάποιον, και μάλιστα ανώτερό μου, με αυθάδεια: Πολλές φορές του έχω πει να μην αντιμιλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανταυδώ — ἀνταυδῶ ( άω) (Α) [αυδώ] απευθύνομαι σε κάποιον κατά πρόσωπο, αντιμιλώ … Dictionary of Greek
αντικραίνω — κ. κρένω 1. απαντώ, αποκρίνομαι 2. αντιμιλώ … Dictionary of Greek
εναντιολογώ — ( έω) (AM ἐναντιολογῶ, έω) λέγω τα αντίθετα προς τα λεγόμενα από άλλον, αντιλέγω, προβάλλω αντιρρήσεις, αντιτείνω, αντιμιλώ αρχ. λέγω τα αντίθετα από πριν, αντιφάσκω, πέφτω σε αντιφάσεις … Dictionary of Greek
επανεγείρω — ἐπανεγείρω (AM) [εγείρω] ξεσηκώνω, εξερεθίζω («ἐπανεγείρει τό... ἀκόλαστον», Πλούτ.) μσν. αντιμιλώ («πρὸς ἐμέ λόγους ἐπανεγείρεις», Πουλολ.) … Dictionary of Greek
αντιμιλάω — / αντιμιλώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αντιμίλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιλέγω — αντίλεξα, αντιμιλώ, κοντραστάρω: Αυτός σχεδόν πάντα αντιλέγει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιτείνω — ίτεινα, αντιλέω, αντιμιλώ: Μου σύστησε να πάψω να αντιτείνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)